συμμαζεμένος

συμμαζεμένος
η , ο
1) собранный; подобранный (тле. о волосах); 2) убранный, приведённый в порядок; 3) ушитый, укороченный (об одежде); 4) подстриженный, укороченный (о волосах); 5) налаженный (о работе, деле); 6) обузданный, образумленный; 7) собранный, подтянутый (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμμαζεμένος" в других словарях:

  • συμμαζευτός — ή, ό, Ν [συμμαζεύω] 1. συμμαζεμένος, μαζεμένος, συγκεντρωμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) συνεσταλμένος …   Dictionary of Greek

  • Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η …   Dictionary of Greek

  • συμμαζεύομαι — συμμαζεύομαι, συμμαζεύτηκα, συμμαζεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αθάρρευτος — αθάρρευτος, η, ο και αθάρρετος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει θάρρος, ο συμμαζεμένος: Κάθεται μαζεμένος, γιατί είναι ακόμη αθάρρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουφαχτός — ή, ό επίρρ. ά ο συνεσταλμένος, ο συμμαζεμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμαζεύω — και συμμαζώνω συμμάζεψα και ωξα, συμμαζεύτηκα και ώχτηκα, συμμαζεμένος και ωμένος 1. περισυλλέγω: Η κλώσα συμμαζεύει τα πουλάκια της. – Είναι καιρός να συμμαζέψω τα βιβλία που δάνεισα. 2. τακτοποιώ: Συμμάζεψε λίγο το σπίτι να μη μας βρουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»